παραπλανητικός

παραπλανητικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί σε παραπλάνηση, αλλ. παραπειστικός («παραπλανητικές προεκλογικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
παραπλανητικώς και -ά
με παραπλανητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλάνηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραπλανητικός — ή, ό αυτός που βοηθά, συντελεί στην παραπλάνηση: Οι ερωτήσεις στην ανάκριση ήταν παραπλανητικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… …   Dictionary of Greek

  • αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση …   Dictionary of Greek

  • εξαπατητικός — ή, ό (Α ἐξαπατητικός, ή, όν) 1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῡτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός …   Dictionary of Greek

  • κυβευτικός — κυβευτικός, ή, όν (Α) [κυβεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβεία ή αυτός που έχει κλίση σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», Πολυδ.) 2. έμπειρος στο παίξιμο ζαριών 3. απατηλός, παραπλανητικός. επίρρ... κυβευτικῶς (Α) απατηλά, παραπλανητικά …   Dictionary of Greek

  • παραπειστικός — ή, ό / παραπειστικός, ή, όν, ΝΑ [παραπείθω] ο επιτήδειος στο να παραπείθει, να ξεγελά, παραπλανητικός νεοελλ. φρ. «παραπειστική ερώτηση» (νομ.) η ερώτηση με την οποία υποτίθενται ή εκλαμβάνονται ως αληθή πράγματα τα οποία δεν έχει ομολογήσει ο… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • απατηλός — ή, ό επίρρ. ά παραπλανητικός: Με απατηλές υποσχέσεις κατάφερε να τον παρασύρει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικολάβος — ο 1. πρακτικός δικηγόρος χωρίς πτυχίο. 2. παραπλανητικός συζητητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαπατητικός — ή, ό που εξαπατά, που γίνεται για εξαπάτηση, παραπλανητικός, απατηλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”